menu

ΨΥΧΑΓΩΓΙΑ ΤΩΝ ΜΑΛΛΩΤΑΙΩΝ



Η ψυχαγωγία των Μαλλωταίων δεν μπορούμε να πούμε ότι ήταν υποβαθμισμένη σε σύγκριση με τους χωρικούς των γειτονικών χωριών. Είναι γεγονός ότι παρά τη φτώχεια τους, ήξεραν να διασκεδάζουν και να ψυχαγωγούνται, κυρίως σε αρραβωνιάσματα, σε γάμους, σε γιορτές και πανηγύρια. Εμείς θα περιγράψουμε μερικές πτυχές και μάλιστα τις πιο εντυπωσιακές από την ψυχαγωγία τους.
ΑΡΡΑΒΩΝΕΣ: Στ’ αρραβωνιάσματα, όταν τα νιογάμπρια ήταν και τα δύο παιδιά του χωριού μας, έπαιρνε μέρος σχεδόν όλο το χωριό. Φυσικά η κάθε οικογένεια φορτωμένη με τα δώρα της, δηλαδή σφαχτό, κρασί και πίτα, πήγαινε να μετάσχει στη διασκέδαση και να τιμήσει το γαμπρό ή τη νύφη ανάλογα το βαθμό της συγγένειας, της φιλίας ή ακόμα και της γειτονίας.
Από νωρίς οι μεγάλοι κάθε οικογένειας αφού βάζανε τα παιδιά για ύπνο, έφευγαν και έφταναν στο σπίτι της νύφης όπου θα γίνονταν τα αρραβωνιάσματα και μετά από θορυβώδεις χαιρετισμούς και ευχές κάθονταν περιμένοντας τον κουμπάρο ή αν υπήρχε παπάς να αλλάξουν τα δαχτυλίδια. Αυτό γινόταν χωρίς πολλές διατυπώσεις και σαν τελείωνε η διαδικασία αυτή, σηκώνονταν όλα τα ποτήρια και όλοι μαζί εύχονταν «και καλά στέφανα», οπότε άρχιζε το φαγοπότι και στη συνέχεια το τραγούδι και ο χορός μέχρι τις πρωινές ώρες.
Συνήθως οι πιο θερμόαιμοι νεαροί της εποχής και κυρίως για να εντυπωσιάσουν τον κύκλο τους τραβούσαν και καμιά μπαταριά με καμιά διμούτσουνη ή κανένα μουσκέτο (ιερά κειμήλια του αγώνα του 1821).
ΓΑΜΟΣ: Μια άλλη πηγή διασκέδασης και λαϊκού ξεφαντώματος ήταν και ο γάμος. Το ίδιο γλέντι και πιο καλύτερα οργανωμένο. Όταν η νύφη ήταν από άλλο χωριό, οι φίλοι του γαμπρού, οι συγγενείς και όλο το χωριό ετοιμάζονταν για το συμπεθεριό.
Οι νοικοκυρές έβρισκαν ευκαιρία να επιδείξουν η καθεμιά τα κιλίμια τους, να σελώσουν το άλογο και να θαυμάσουν τον καβαλάρη άντρα τους ή το γιο τους με τις πιο φανταχτερές φορεσιές τους. Παλαιότερα οι φουστανέλες έβγαιναν από τα σεντούκια, σιδερώνονταν με περίσσεια υπομονή για να τη φορέσει ο άντρας ή ο γιος και να δώσει μια ξεχωριστή νότα στη φάλαγγα που σχηματιζόταν που όλο και μεγάλωνε.
Η σκηνή που ο λεβέντης καβαλάρης άρπαζε τα χαλινάρια, σαλτάριζε στο άλογο και το σπιρούνιζε, ήταν που συγκλόνιζε τις ευαίσθητες καρδιές των κοριτσιών, που κι αυτές στολισμένες ίδιες νεράιδες, ξεπροβόδιζαν τους συμπεθέρους που ξεκινούσαν με το «κινήσαν τα τσαμόπουλα και τα καπετανόπουλα».
Η ποικιλία των χρωμάτων των κιλιμιών, οι γιορτινές φορεσιές των συμπεθέρων, τα κίτρινα μαντήλια των γυναικών, οι ευχές «στο καλό, στο καλό», τα χαρούμενα τραγούδια, τα κοπλιμέντα, τα χλιμιντρίσματα των αλόγων συνθέτανε μια ατμόσφαιρα ευφροσύνης, χαράς και διασκέδασης που δένανε τους ανθρώπους σφιχτά, συναισθηματικά.
Κατά το απόγευμα, πάντοτε, ο γυρισμός τους ήταν το κάτι άλλο. Όλοι είχαν την αίσθηση ότι πήραν μέρος σε κάποια δήθεν μάχη, απ’ όπου τώρα γύριζαν νικητές και τροπαιοφόροι, και με αδιάψευστο λάφυρο τη νύφη, που ερχόταν καβάλα ανδρικά μπροστά-μπροστά της φάλαγγας στα κάτασπρα ντυμένη, όμορφη, ωραία και χαμηλοβλεπούσα, πίσω ο γαμπρός χαμογελαστός και καμαρωτός, στη συνέχεια ο κουμπάρος, ο μπραζέρης (παρακούμπαρος) που συμβόλιζαν τρόπον τινά τους σωματοφύλακες των νεονύμφων. Και ακολουθούσε όλο το συμπεθεριό που αν κανένας το έβλεπε από μακριά απολάμβανε ένα φαντασμαγορικό θέαμα να ξεδιπλώνεται στα μάτια του.
Ένας από όλους τους, με το βαρβάτο συνήθως άλογό του ξεπερνούσε τη φάλαγγα και έτρεχε να φτάσει πρώτος στο χωριό, να φέρει τα «συγχαρίκια» ότι φέρνουνε τη νύφη, που γι’ αυτό οι κοπελιές τον παρασημοφορούσαν με το ολομέταξο μαντήλι (τη μεσίνα) που το έδεναν στη χαίτη του αλόγου να ανεμίζει ή στο λαιμό του αγγελιοφόρου παλικαριού, του έδιναν και την τσότρα να γυρίσει να κεράσει τη νύφη και το γαμπρό κι όλο το ασκέρι σαν ένα είδος βράβευσης για το κατόρθωμά του ή και μηνύματος για το ευπρόσδεκτο της νύφης.
ΑΠΟΚΡΙΕΣ: Άλλη ευκαιρία διασκέδασης των προγόνων μας ήταν οι αποκριές της Κρεοφάγου και της Τυρινής που οι Μαλλωταίοι τελούσαν όλες μαζί οι οικογένειες κάθε σογιού, στο σπίτι του αρχηγού (και τούτο τιμής ένεκεν). Κάθε οικογένεια έφερνε μαζί της και τα φαγητά της, κρέατα την πρώτη Κυριακή και στριφτά στο μπλάστρι μακαρόνια με μπόλικο βούτυρο και μυζήθρα, που είχαν εξαιρετική γεύση, τη δεύτερη Κυριακή της Τυρινής.
Αυτό όμως δεν τους εμπόδιζε να βγούνε και στη «Ράχη», τη σημερινή πλατεία, που τότε ήταν πολύ πιο μεγάλη και μπορούσε να χωρέσει δυο και τρεις χορούς, και να συνεχίσουν. Ο ένας στηνότανε στις Καραμπινέικες πόρτες, ο άλλος στο χώρο της αυλής του Γιώργη του Μανώλη και ο τρίτος στο χώρο της βρύσης και κάτω γιατί τότε δεν υπήρχαν οι μάντρες. Στη μέση του χορού τα παιδιά άναβαν θεόρατες φωτιές για να βλέπουν. Η διασκέδαση έφτανε στο κατακόρυφο όταν εμφανίζονταν οι «μπαρμπούτες». Τις μπαρμπούτες τις υποδύονταν άνδρες και καμιά φορά αλέγρες γυναίκες που ντύνονταν συνήθως με παντελόνια και παρδαλά σακάκια για να παραστήσουν κάποιο «τύπο» του χωριού.
Αντίθετα οι άνδρες ντύνονταν με γυναικεία φορέματα και κουνιόντουσαν προκλητικά για να μην γνωρίζονται και να τους δίνεται έτσι η ευκαιρία να ασχημονούν και λίγο και να λένε και κανένα σόκιν για να δοκιμάζουν και λίγη «απελευθέρωση».
Συνήθως ένας ή μία από τις μπαρμπούτες κουβαλούσε στον ώμο και ένα ταγάρι με στάχτες και δεν δυσκολεύονταν να την πετάνε στα μάτια όποιου τολμούσε να πλησιάσει για να βάλει χέρι στην κατά υποψία γυναίκα μπαρμπούτα ή να αποσύρει το κάλυμμα του προσώπου. Επρόκειτο περί οργανωμένης αυτοάμυνας.
Έτσι τους δινόταν η ευκαιρία να πηγαίνουν από παρέα σε παρέα και από χορό σε χορό για να κάνουν τον κόσμο να ξεκαρδίζεται στα γέλια.
Την εποχή εκείνη, κατά το πρώτο τέταρτο του αιώνα, οι πρόγονοί μας Μαλλωταίοι, άνδρες, γυναίκες και παιδιά, διακρίνονταν για τη μεγάλη τους θρησκευτικότητα που την έδειχναν κάθε Κυριακή και κάθε γιορτή που με την δεύτερη κιόλας καμπάνα γέμιζε η εκκλησία ασφυκτικά και που με κατανυκτική ευλάβεια έκαναν το σταυρό τους και παρακολουθούσαν τη θεία λειτουργία. Οι γυναίκες, κυρίως γερόντισσες, ήτανε ακούραστες στα σταυροκοπήματα και τις αναρίθμητες μετάνοιες. Οι δε λαμπάδες μεγαλύτερες από το μπόι τους.
Όταν τελείωνε ο παπάς τη λειτουργία και έβγαινε στην ωραία πύλη με το δισκοπότηρο, αμέσως σχηματιζότανε μια ατελείωτη ουρά από γυναίκες θηλαζόμενες, με τα μωρά στα χέρια και με τα σχολιαρόπαιδά τους που τις κρατούσαν από το φουστάνι και περίμεναν υπομονετικά να πάρουν τη θεία μετάληψη (να κοινωνήσουν).
ΠΑΣΧΑ: Το Πάσχα (στις Αγάπες) μέσα στην εκκλησιά ευθύς με το Χριστός Ανέστη του παπά, δίνανε τα χέρια, αγκαλιάζονταν και φιλιόνταν εχθροί και φίλοι. Βγαίνανε ύστερα στη ράχη ή στα αλώνια κι έστηναν το χορό. Το πρώτο τραγούδι που ακουγότανε ήταν «Σήμερα Χριστός Ανέστη και στους ουρανούς ευρέθη…».
Το χορό συνήθως έσερναν οι γεροντότεροι που είχαν κάποια ξεχωριστή εκτίμηση σαν ένα είδος «δημογέροντα».
Πρώτος και καλύτερος ο γερο-Τσέλιγκας με τη γριά του την κυρα-βλάχα (Βασίλης Καλογερόπουλος ή Τζωρτζίνης όπως τον παρανόμαζαν), ο γερο-Θανάσης Κρούσιας (Λυμπερόπουλος), ο γερο-Λιάς Μανωλόπουλος (Τσουκολιάς) και πολλοί άλλοι που μπαίνανε στο χορό.
Μερικά από τα τραγούδια ήταν: «Πουρναράκι φουντωτό και στην κορυφή ανθό» (ο ανθός του πουρναριού είναι το ροδάμι). Του μπαρμπα-Τάσιου το τραγούδι ήταν «Κότα μου, κοτούλα μου και μικρή πουλακιδούλα μου, να μην περάσεις απ’ εδώ γιατί θα γίνει φονικό». Το τραγούδι είναι συμβολικό που υπονοεί ότι η κοτούλα είναι κάποια κοπέλα που σε αντίδραση λέει την παρακάτω στροφή «Θα περάσω, θα περάσω, τον καυγά θα τονε φκιάσω». Ένα άλλο πάλι τραγούδι και μάλιστα πολύ γλαφυρό ήτανε εκείνο που το τραγουδούσε και το χόρευε η Βαρβάρα του Γιώργη Λυμπερόπουλου σαν έσερνε το χορό «Ποταμέ μου, τζάνεμ’ ποταμέ μου όταν γυρίζεις, πώς βαράς και κυματίζεις. Πάρε με, τζάνεμ’ ποταμέ μου, πάρε με στα κύματά σου, στα βεργολυγίσματά σου, να με πας στη δύση δύση, μεσ’ τ’ Αλή Πασά τη βρύση». Τραγουδιόνταν κι ο Νταβέλης κι ο Κακαράπης.
Πότε-πότε φέρνανε στο χωριό και τα νταούλια με τις πίπιζες που σκορπούσανε προς κάθε κατεύθυνση μια χαρούμενη γιορταστική ατμόσφαιρα.
Αλίμονο όμως. Όλα αυτά μείνανε στις θύμησες μερικών από τη γενιά μας σαν ένα μακρινό όνειρο. Σιγά-σιγά τα ωραία αυτά έθιμα σβήσανε. Η χαρά και τα τραγούδια λησμονούνται. Στη θέση αυτού του είδους διασκέδασης των προγόνων μας ήρθε κι έκατσε μια κλειστή συγκρατημένη και πάντοτε υπολογισμένη ζωή. Αυτή η ζωή η απομονωμένη, η κακομοίρικη, ήρθε κυρίως μετά τους πολέμους, μετά από τον ξενιτεμό των παιδιών και την καταθλιπτική ερημιά.
Τώρα πια η μοναδική ψυχαγωγία των χωρικών μας έχει μείνει το πανηγύρι του Αγιο-Λιός και αυτό μια φορά το χρόνο.
Τώρα έπαψαν πια οι Μαλλωταίοι να σφάζουν τις στέρφες τους την παραμονή και να ετοιμάζονται να υποδεχτούν ανήμερα τους φίλους τους από τα γύρω χωριά.
Τότε, οι χωρικοί μας περίμεναν τη γιορτή του Αγιο-Λιά σαν όαση μέσα στην έρημο, μιας και μετά τις Πασχαλινές γιορτές δεν μεσολαβεί άλλη γιορτή για να ξανασάνουν από το καθημερινό κάματο και να εκτονωθούν κάπως από το άγχος που δημιουργούν οι σκληρές δουλειές του καλοκαιριού (βοτάνισμα, οργώματα κηπουρικών και μποστανιών, θέρισμα και αλωνίσματα). Τώρα τίποτα απ’ αυτά. Το Μαλλωτά που κάποτε έσφυζε από ζωή και αντάρα μεταβλήθηκε σε ένα σωστό γηροκομείο. Τι κρίμα!
Τώρα πια οι γυναίκες (οι γριούλες) δεν ζυμώνουν πρόσφορα, δεν φτιάχνουν το Πάσχα γαλόπιτα, του Αγιο-Λιός δεν κάνουν δίπλες και κουραμπιέδες γιατί δεν περιμένουν επισκέπτες.
Το ποιος φταίει για την κατάντια μας αυτή, νομίζω δεν είναι θέμα του παρόντος. Αυτό όμως που οφείλουμε να σημειώσουμε, να υπογραμμίσουμε και να βροντοφωνάξουμε σε κάθε κατεύθυνση εμείς οι ξενιτεμένοι είναι τούτο. Ότι οφείλουμε να σταθούμε μπροστά στις ευθύνες μας για να σώσουμε το χωριό μας από το βέβαιο αφανισμό, να διατηρήσουμε τους θεσμούς μας, τα ήθη και τα έθιμά μας, τώρα όσο είναι καιρός!
Ας γίνει αυτή η παρότρυνση ο αυτοσκοπός των Συλλόγων όλης της επαρχίας και ας αποδυθούν σε αγώνες επιβίωσης των χωριών μας. Οι αρμόδιοι της πολιτείας θα πρέπει να σκεφτούν σοβαρά και υπεύθυνα και να επέμβουν ενισχύοντας τους αρμόδιους φορείς (κοινότητες-συλλόγους) για την αναζωπύρωση των θεσμών που τείνουν να μεταβληθούν μια θλιβερή ανάμνηση των επιζώντων.

(Από το βιβλίο «ΜΑΛΛΩΤΑ» του Συνδέσμου Μαλλωταίων Η ΑΓΑΠΗ - 1986)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου